-
1 цвет
I.(световой тон, окраска) το χρώμα, ο χρωματισμόςсмешивать - а αναμ(ε)ιγνύω/ανακατώνω τα - ταбледный - αδύνατο -, θαμπό -насыщенный - γεμάτο -, πλούσιο -II. «цвет» физ. το «χρώμα» («κόκκινο», «πράσινο» ή «γαλάζιο» για κάθε «άρωμα» του κουάρκ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвет